- ὀκτάδα
- ὀκτάςthe number eightfem acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
οκτάδα — και οχτάδα, η (Α ὀκτάς) [οκτώ] 1. σύνολο από οκτώ μονάδες («παράταξη λόχου σε οκτάδες») νεοελλ. φρ. «κανόνας οκτάδων» χημ. αρχή σύμφωνα με την οποία τα χημικά στοιχεία με ατομικούς αριθμούς γειτονικούς με τους ατομικούς αριθμούς τών ευγενών… … Dictionary of Greek
Basilideans — The Basilideans were a Gnostic sect founded by Basilides of Alexandria in the 2nd century.DoctrineBasilides claimed to have been taught his doctrines by Glaucus, a disciple of St Peter. The sect had three grades – material, intellectual and… … Wikipedia
Στοιχεία — Ουσίες με ομογενή ατομική σύσταση, που αντιπροσωπεύουν τα τελικά όρια στα οποία όλα τα υλικά σώματα μπορούν να υποδιαιρεθούν με χημικά μέσα. Στα σ., στην ελεύθερη κατάσταση τους (μη ενωμένα) τα άτομα συνενώνονται σε μόρια που αποτελούνται από 2… … Dictionary of Greek
αλιτόμηνος — ἀλιτόμηνος, ον (Α) 1. ο ἠλιτόμηνος* 2. (στους Πυθαγορείους) η οκτάδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀλιτο (< ἤλιτον, αόρ. β΄ τού ρημ. ἀλιταίνω*) + μηνος < μήν] … Dictionary of Greek
οκτάς — (I) ο αστρον. α) παλαιό αστρονομικό όργανο με το οποίο μετρούσαν το ύψος τών αστέρων κατά τη μεσουράνησή τους β) ως κύριο όν. ο Οκτάς αστερισμός τού νότιου ημισφαιρίου. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. octant < λατ. octans, ntis «οκταμερές όργανο» < λατ … Dictionary of Greek
όγδοος — η, ο, θηλ. και όη (ΑΜ ὄγδοος, όη, ον, Α θηλ. και ὀγδοίη, Α συνηρ. τ. αρσ. ὄγδος) (τακτικό αριθμτ.) αυτός που σε μια αριθμητική σειρά έχει τον αριθμό οκτώ («όγδοο έτος») νεοελλ. 1. το θηλ. ως ουσ. η ογδόη α) η όγδοη βαθμίδα στις επτάφθογγες… … Dictionary of Greek